τοκάριθμος

τοκάριθμος
ο, Ν
συν. στον πληθ. οι τοκάριθμοι
οι σειρές τών αριθμών που περιέχονται στους πίνακες τών τοκολογίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + αριθμός. Η λ., στον πληθ. τοκάριθμοι, μαρτυρείται από το 1882 στο Ημερολόγιον Νέων Ιδεών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τοκάριθμος — ο το γινόμενο του κεφαλαίου επί τον αριθμό των ημερών που αποφέρουν τόκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”